σκίμπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκίμπους < αρχαία ελληνική σκίμπους
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκίμπους αρσενικό
- (αρχαιολογία) αρχαίο σκαμνί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκίμπους
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκίμπους | οἱ | σκίμποδες |
γενική | τοῦ | σκίμποδος | τῶν | σκιμπόδων |
δοτική | τῷ | σκίμποδῐ | τοῖς | σκίμποσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σκίμποδᾰ | τοὺς | σκίμποδᾰς |
κλητική ὦ! | σκίμπους | σκίμποδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκίμποδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκιμπόδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκίμπους < σκίμπτομαι + πούς (ή < σκιμβός + πούς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκίμπους αρσενικό
- (έπιπλο) είδος κρεβατιού, ψάθα, κλίνη
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Φρύνιχος ο Αράβιος, Ἐκλογὴ ἀττικῶν ῥημάτων καὶ ὀνομάτων, 41
- Σκίμπους λέγε, ἀλλὰ μὴ κράββατος· μιαρὸν γάρ.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Φρύνιχος ο Αράβιος, Ἐκλογὴ ἀττικῶν ῥημάτων καὶ ὀνομάτων, 41
- είδος φορείου για τη μεταφορά αναπήρων ή γενικότερα ασθενών
Πηγές
επεξεργασία- σκίμπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκίμπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.