σκαμπό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαμπό < γαλλική escabeau < λατινική scabellum < *scabnum / scamnum < πρωτοϊταλική *skaβnom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skabʰ-no-m < *skabʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαμπό ουδέτερο άκλιτο
σκαμπό ουδέτερο άκλιτο