σκαμπουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαμπουδάκι | τα | σκαμπουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκαμπουδάκι | τα | σκαμπουδάκια |
κλητική | σκαμπουδάκι | σκαμπουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκαμπουδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σκαμπό
Πηγές
επεξεργασία- σκαμπό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαμπουδάκι
|