Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκιμβός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
σκιμβ
ός
ἡ
σκιμβ
ή
τὸ
σκιμβ
όν
γενική
τοῦ
σκιμβ
οῦ
τῆς
σκιμβ
ῆς
τοῦ
σκιμβ
οῦ
δοτική
τῷ
σκιμβ
ῷ
τῇ
σκιμβ
ῇ
τῷ
σκιμβ
ῷ
αιτιατική
τὸν
σκιμβ
όν
τὴν
σκιμβ
ήν
τὸ
σκιμβ
όν
κλητική
ὦ
!
σκιμβ
έ
σκιμβ
ή
σκιμβ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
σκιμβ
οί
αἱ
σκιμβ
αί
τὰ
σκιμβ
ᾰ́
γενική
τῶν
σκιμβ
ῶν
τῶν
σκιμβ
ῶν
τῶν
σκιμβ
ῶν
δοτική
τοῖς
σκιμβ
οῖς
ταῖς
σκιμβ
αῖς
τοῖς
σκιμβ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
σκιμβ
ούς
τὰς
σκιμβ
ᾱ́ς
τὰ
σκιμβ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
σκιμβ
οί
σκιμβ
αί
σκιμβ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
σκιμβ
ώ
τὼ
σκιμβ
ᾱ́
τὼ
σκιμβ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
σκιμβ
οῖν
τοῖν
σκιμβ
αῖν
τοῖν
σκιμβ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκιμβός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σκιμβός, -ή, -όν
χωλός
,
κουτσός
Συγγενικά
επεξεργασία
(
σκίμπους
)