γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σκιμβός σκιμβή τὸ σκιμβόν
      γενική τοῦ σκιμβοῦ τῆς σκιμβῆς τοῦ σκιμβοῦ
      δοτική τῷ σκιμβ τῇ σκιμβ τῷ σκιμβ
    αιτιατική τὸν σκιμβόν τὴν σκιμβήν τὸ σκιμβόν
     κλητική ! σκιμβέ σκιμβή σκιμβόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σκιμβοί αἱ σκιμβαί τὰ σκιμβᾰ́
      γενική τῶν σκιμβῶν τῶν σκιμβῶν τῶν σκιμβῶν
      δοτική τοῖς σκιμβοῖς ταῖς σκιμβαῖς τοῖς σκιμβοῖς
    αιτιατική τοὺς σκιμβούς τὰς σκιμβᾱ́ς τὰ σκιμβᾰ́
     κλητική ! σκιμβοί σκιμβαί σκιμβᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκιμβώ τὼ σκιμβᾱ́ τὼ σκιμβώ
      γεν-δοτ τοῖν σκιμβοῖν τοῖν σκιμβαῖν τοῖν σκιμβοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιμβός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σκιμβός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία