πυριτοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυριτοδότης < (ελληνιστική κοινή) πυρίτ(ης) (είδος τσακμακόπετρας) + -ο- + -δότης.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Ήδη από το 1858[1] στον πληθυντικό «πυριτοδόται» στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν [2] ως απόδοση για τη γαλλική - «les hommes du passage des poudres» ή την αγγλική έκφραση "passage-men" Δείτε και πυρῖτις (καθαρεύουσα), για το θέμα πυριτιδ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾi.toˈðo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρι‐το‐δό‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυριτοδότης αρσενικό
- (παρωχημένο, λόγιο, ναυτικός όρος) κάποιος (π.χ. ναύτης) που φροντίζει για την πυροδότηση των πυρομαχικών ή για όλη τη σχετική διαδικασία
- (παρωχημένο, λόγιο, ναυτικός όρος) ναύτης παλιού ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου, υπεύθυνος για τη μεταφορά πυρομαχικών από τις αποθήκες στα πυροβόλα[3]
- για την πυροδότηση, δείτε πυροβολητής, κανονιέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυριτοδότης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 875, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σελ. 67, 1416. οἱ πυριτοδόται - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
- ↑ πυριτοδότης σελ.6360 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές
επεξεργασία- πυριτοδότης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)