Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κανονιέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κανονιέρ
ης
οι
κανονιέρ
ηδες
γενική
του
κανονιέρ
η
των
κανονιέρ
ηδων
αιτιατική
τον
κανονιέρ
η
τους
κανονιέρ
ηδες
κλητική
κανονιέρ
η
κανονιέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κανονιέρης
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κανονιέρης
αρσενικό
(
επάγγελμα
) χειριστής
κανονιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κανονιέρης