Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η προμήκης το πρόμηκες
      γενική του/της προμήκους* του προμήκους
    αιτιατική τον/την προμήκη το πρόμηκες
     κλητική προμήκη πρόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμήκεις τα προμήκη
      γενική των προμήκων των προμήκων
    αιτιατική τους/τις προμήκεις τα προμήκη
     κλητική προμήκεις προμήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμήκης < προ- + -μήκης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈmi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μή‐κης
ομόηχο: προμήκεις

  Επίθετο επεξεργασία

προμήκης, -ης, πρόμηκες

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
προμηκεσ-
ονομαστική / προμήκης τὸ πρόμηκες
      γενική τοῦ/τῆς προμήκους τοῦ προμήκους
      δοτική τῷ/τῇ προμήκει τῷ προμήκει
    αιτιατική τὸν/τὴν προμήκη τὸ πρόμηκες
     κλητική ! πρόμηκες πρόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προμήκεις τὰ προμήκη
      γενική τῶν προμήκων τῶν προμήκων
      δοτική τοῖς/ταῖς προμήκεσ(ν) τοῖς προμήκεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς προμήκεις τὰ προμήκη
     κλητική ! προμήκεις προμήκη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προμήκει τὼ προμήκει
      γεν-δοτ τοῖν προμήκοιν τοῖν προμήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμήκης < προ- + -μήκης

  Επίθετο επεξεργασία

προμήκης, -ης, πρόμηκες, συγκριτικός:προμηκέστερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία