πολλοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολλοστός < αρχαία ελληνική πολλοστός
Επίθετο
επεξεργασίαπολλοστός, -ή, -ό
- ο τελευταίος από μια σειρά όμοιων πραγμάτων, ενεργειών κ.λπ., που έχει επαναληφθεί πολλές φορές μέχρι τώρα
- Για πολλοστή φορά μάς κοροϊδεύουν (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 12/2/2009)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολλοστός, -ή, -όν (επίρρημα: πολλοστῶς)
- ένας απ' τους πολλούς
- ≈ συνώνυμα: (λατινικά) multesimus
- ελάχιστος
- ασήμαντος
- ο τελευταίος από μια σειρά όμοιων πραγμάτων, ενεργειών, προσώπων κ.λπ.
- [65] Διονύσιος τοίνυν (βούλομαι γὰρ ἐκ πολλῶν σε πεισθῆναι ῥᾳδίαν εἶναι τὴν πρᾶξιν, ἐφ' ἥν σε τυγχάνω παρακαλῶν) πολλοστὸς ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξῃ καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως καὶ μανικῶς, καὶ τολμήσας ἅπαντα πράττειν τὰ φέροντα πρὸς τὴν δύναμιν ταύτην, κατέσχε μὲν Συρακούσας, ἁπάσας δὲ τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις, ὅσαι περ ἦσαν Ἑλληνίδες, κατεστρέψατο, τηλικαύτην δὲ δύναμιν περιεβάλετο καὶ πεζὴν καὶ ναυτικήν, ὅσην οὐδεὶς ἀνὴρ τῶν πρὸ ἐκείνου γενομένων. (Ισοκράτης, Φίλιππος, 65)