ποθεινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποθεινός | η | ποθεινή | το | ποθεινό |
γενική | του | ποθεινού | της | ποθεινής | του | ποθεινού |
αιτιατική | τον | ποθεινό | την | ποθεινή | το | ποθεινό |
κλητική | ποθεινέ | ποθεινή | ποθεινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποθεινοί | οι | ποθεινές | τα | ποθεινά |
γενική | των | ποθεινών | των | ποθεινών | των | ποθεινών |
αιτιατική | τους | ποθεινούς | τις | ποθεινές | τα | ποθεινά |
κλητική | ποθεινοί | ποθεινές | ποθεινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποθεινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποθεινός < → δείτε τη λέξη πόθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.θiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐θει‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαποθεινός, -ή, -ό, υπερθετικός : ποθεινότατος
- (λογοτεχνικό) συνώνυμο του ποθητός
- ※ Ο θάνατος όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των ανθρώπων, αλλά την κατέστησε ποθεινή και ηλιοπερίχυτη.
- Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.66
- ※ Ο θάνατος όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των ανθρώπων, αλλά την κατέστησε ποθεινή και ηλιοπερίχυτη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποθεινός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποθεινός | ἡ | ποθεινή & ποθεινός |
τὸ | ποθεινόν |
γενική | τοῦ | ποθεινοῦ | τῆς | ποθεινῆς & ποθεινοῦ |
τοῦ | ποθεινοῦ |
δοτική | τῷ | ποθεινῷ | τῇ | ποθεινῇ & ποθεινῷ |
τῷ | ποθεινῷ |
αιτιατική | τὸν | ποθεινόν | τὴν | ποθεινήν & ποθεινόν |
τὸ | ποθεινόν |
κλητική ὦ! | ποθεινέ | ποθεινή & ποθεινέ |
ποθεινόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ποθεινοί | αἱ | ποθειναί & ποθεινοί |
τὰ | ποθεινᾰ́ |
γενική | τῶν | ποθεινῶν | τῶν | ποθεινῶν & ποθεινῶν |
τῶν | ποθεινῶν |
δοτική | τοῖς | ποθεινοῖς | ταῖς | ποθειναῖς & ποθεινοῖς |
τοῖς | ποθεινοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ποθεινούς | τὰς | ποθεινᾱ́ς & ποθεινούς |
τὰ | ποθεινᾰ́ |
κλητική ὦ! | ποθεινοί | ποθειναί & ποθεινοί |
ποθεινᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποθεινώ | τὼ | ποθεινᾱ́ & ποθεινώ |
τὼ | ποθεινώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ποθεινοῖν | τοῖν | ποθειναῖν & ποθεινοῖν |
τοῖν | ποθεινοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποθεινός, -ή, -όν & -ός, -ός, -όν, συγκριτικός :ποθεινότερος, υπερθετικός : ποθεινότατος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πόθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ποθεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποθεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.