↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποθεινότατος η ποθεινότατη το ποθεινότατο
      γενική του ποθεινότατου της ποθεινότατης του ποθεινότατου
    αιτιατική τον ποθεινότατο την ποθεινότατη το ποθεινότατο
     κλητική ποθεινότατε ποθεινότατη ποθεινότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποθεινότατοι οι ποθεινότατες τα ποθεινότατα
      γενική των ποθεινότατων των ποθεινότατων των ποθεινότατων
    αιτιατική τους ποθεινότατους τις ποθεινότατες τα ποθεινότατα
     κλητική ποθεινότατοι ποθεινότατες ποθεινότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποθεινότατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποθεινότατος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.Θiˈno.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐θει‐νό‐τα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ποθεινότατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποθεινότατος ποθεινοτάτη τὸ ποθεινότατον
      γενική τοῦ ποθεινοτάτου τῆς ποθεινοτάτης τοῦ ποθεινοτάτου
      δοτική τῷ ποθεινοτάτ τῇ ποθεινοτάτ τῷ ποθεινοτάτ
    αιτιατική τὸν ποθεινότατον τὴν ποθεινοτάτην τὸ ποθεινότατον
     κλητική ! ποθεινότατε ποθεινοτάτη ποθεινότατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποθεινότατοι αἱ ποθεινόταται τὰ ποθεινότατ
      γενική τῶν ποθεινοτάτων τῶν ποθεινοτάτων τῶν ποθεινοτάτων
      δοτική τοῖς ποθεινοτάτοις ταῖς ποθεινοτάταις τοῖς ποθεινοτάτοις
    αιτιατική τοὺς ποθεινοτάτους τὰς ποθεινοτάτᾱς τὰ ποθεινότατ
     κλητική ! ποθεινότατοι ποθεινόταται ποθεινότατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποθεινοτάτω τὼ ποθεινοτάτ τὼ ποθεινοτάτω
      γεν-δοτ τοῖν ποθεινοτάτοιν τοῖν ποθεινοτάταιν τοῖν ποθεινοτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ποθεινότατος, -η, -ον