νέτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νέτος | η | νέτη | το | νέτο |
γενική | του | νέτου | της | νέτης | του | νέτου |
αιτιατική | τον | νέτο | τη | νέτη | το | νέτο |
κλητική | νέτε | νέτη | νέτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νέτοι | οι | νέτες | τα | νέτα |
γενική | των | νέτων | των | νέτων | των | νέτων |
αιτιατική | τους | νέτους | τις | νέτες | τα | νέτα |
κλητική | νέτοι | νέτες | νέτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νέτος < μεσαιωνική ελληνική νέτος < βενετική netar < ιταλική netto (καθαρο.ς) < λατινική nitidus (λαμπερός) < niteo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nei (λάμπω)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανέτος, -η/-α, -ο
- που δεν έχει να αναμιχθεί με κάτι άλλο
- που έχει ολοκληρώσει την εργασία του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νετάρω
Εκφράσεις
επεξεργασία- μένω νέτος : μένω αδέκαρος, μου τελειώνουν τα χρήματα
- νέτος σκέτος: (λαϊκότροπο) χωρίς χρήματα ή προμήθειες
- νέτα σκέτα: (λαϊκότροπο) ξεκάθαρα
- (ναυτικός όρος) νέτα η πλώρη : τελείωσε κάθε εργασία στην πλώρη