Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νέτος η νέτη το νέτο
      γενική του νέτου της νέτης του νέτου
    αιτιατική τον νέτο τη νέτη το νέτο
     κλητική νέτε νέτη νέτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νέτοι οι νέτες τα νέτα
      γενική των νέτων των νέτων των νέτων
    αιτιατική τους νέτους τις νέτες τα νέτα
     κλητική νέτοι νέτες νέτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νέτος < μεσαιωνική ελληνική νέτος < βενετική netar < ιταλική netto (καθαρο.ς) < λατινική nitidus (λαμπερός) < niteo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nei (λάμπω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈne.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈne.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈne.to/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

νέτος, -η/-α, -ο

  1. που δεν έχει να αναμιχθεί με κάτι άλλο
     συνώνυμα: καθαρός, σκέτος
     αντώνυμα: αναμεμιγμένος, μικτός
  2. που έχει ολοκληρώσει την εργασία του
     συνώνυμα: ολοκληρωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία