↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μόνωτος η μόνωτη το μόνωτο
      γενική του μόνωτου της μόνωτης του μόνωτου
    αιτιατική τον μόνωτο τη μόνωτη το μόνωτο
     κλητική μόνωτε μόνωτη μόνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μόνωτοι οι μόνωτες τα μόνωτα
      γενική των μόνωτων των μόνωτων των μόνωτων
    αιτιατική τους μόνωτους τις μόνωτες τα μόνωτα
     κλητική μόνωτοι μόνωτες μόνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόνωτος < αρχαία ελληνική μόνωτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmo.no.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

μόνωτος, -η, -ο

  1. (για αγγείο) που έχει μια λαβή
    ※  Ο μόνωτος κάνθαρος αποτελεί αντιγραφή ετρουσκικού "bucchero", δηλ. αγγείου που αντέγραφε αντίστοιχο μεταλλικό σχήμα. Προοριζόταν για την αγορά της Δύσης. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν το ψηλό πόδι, γι' αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί και κάνθαρος με ψηλό πόδι.
    Τα είδη των αγγείων, users.sch.gr
  2. που έχει ένα αυτί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μόνωτος τὸ μόνωτον
      γενική τοῦ/τῆς μονώτου τοῦ μονώτου
      δοτική τῷ/τῇ μονώτ τῷ μονώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν μόνωτον τὸ μόνωτον
     κλητική ! μόνωτε μόνωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μόνωτοι τὰ μόνωτ
      γενική τῶν μονώτων τῶν μονώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονώτοις τοῖς μονώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονώτους τὰ μόνωτ
     κλητική ! μόνωτοι μόνωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονώτω τὼ μονώτω
      γεν-δοτ τοῖν μονώτοιν τοῖν μονώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόνωτος < μον- + οὖς (ὠτός)

  Επίθετο

επεξεργασία

μόνωτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)