Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετρουσκικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετρουσκικ
ός
η
ετρουσκικ
ή
το
ετρουσκικ
ό
γενική
του
ετρουσκικ
ού
της
ετρουσκικ
ής
του
ετρουσκικ
ού
αιτιατική
τον
ετρουσκικ
ό
την
ετρουσκικ
ή
το
ετρουσκικ
ό
κλητική
ετρουσκικ
έ
ετρουσκικ
ή
ετρουσκικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετρουσκικ
οί
οι
ετρουσκικ
ές
τα
ετρουσκικ
ά
γενική
των
ετρουσκικ
ών
των
ετρουσκικ
ών
των
ετρουσκικ
ών
αιτιατική
τους
ετρουσκικ
ούς
τις
ετρουσκικ
ές
τα
ετρουσκικ
ά
κλητική
ετρουσκικ
οί
ετρουσκικ
ές
ετρουσκικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετρουσκικός
<
Ετρούσκ(ος)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ετρουσκικός, -ή, -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στους
Ετρούσκους
Συνώνυμα
επεξεργασία
τυρρηνικός
Συγγενικά
επεξεργασία
ετρουσκικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετρουσκικός
αγγλικά
:
Etruscan
(en)
εσπεράντο
:
etruska
(eo)