Δείτε επίσης: Τυρρηνικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυρρηνικός η τυρρηνική το τυρρηνικό
      γενική του τυρρηνικού της τυρρηνικής του τυρρηνικού
    αιτιατική τον τυρρηνικό την τυρρηνική το τυρρηνικό
     κλητική τυρρηνικέ τυρρηνική τυρρηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυρρηνικοί οι τυρρηνικές τα τυρρηνικά
      γενική των τυρρηνικών των τυρρηνικών των τυρρηνικών
    αιτιατική τους τυρρηνικούς τις τυρρηνικές τα τυρρηνικά
     κλητική τυρρηνικοί τυρρηνικές τυρρηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρρηνικός < αρχαία ελληνική Τυρρηνικός < Τυρρην(ός) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τυρρηνικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία