Ετυμολογία

επεξεργασία
Τυρρηνός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τυρρηνός αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα) συνώνυμο του Ἐτροῦσκος, Ετρούσκος
  2. ανδρικό όνομα

  Αναφορές

επεξεργασία