μονομαχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονομαχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονομαχία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική duel[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.maˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐μα‐χί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονομαχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η μάχη μεταξύ δύο μόνο πολεμιστών (ή πολεμικών πλοίων, αρμάτων, αεροσκαφών κ.λπ.)
- η σύγκρουση με όπλα μεταξύ δύο αντιπάλων σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο, με προκαθορισμένους κανόνες και παρουσία μαρτύρων· συνηθιζόταν στο παρελθόν για ζητήματα τιμής και, συχνά, κατέληγε στο θάνατο ενός από τους αντιπάλους
- (γενικότερα) η αντιπαράθεση, η αναμέτρηση μεταξύ δύο αντιπάλων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονομαχία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μονομαχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μονομαχίᾱ | αἱ | μονομαχίαι |
γενική | τῆς | μονομαχίᾱς | τῶν | μονομαχιῶν |
δοτική | τῇ | μονομαχίᾳ | ταῖς | μονομαχίαις |
αιτιατική | τὴν | μονομαχίᾱν | τὰς | μονομαχίᾱς |
κλητική ὦ! | μονομαχίᾱ | μονομαχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονομαχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μονομαχίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονομαχία και μουνομαχίη, θηλυκό
- η μάχη ενός απέναντι σε έναν