Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονομαχία οι μονομαχίες
      γενική της μονομαχίας των μονομαχιών
    αιτιατική τη μονομαχία τις μονομαχίες
     κλητική μονομαχία μονομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομαχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονομαχία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική duel[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.no.maˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐μα‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονομαχία θηλυκό

  1. η μάχη μεταξύ δύο μόνο πολεμιστών (ή πολεμικών πλοίων, αρμάτων, αεροσκαφών κ.λπ.)
  2. η σύγκρουση με όπλα μεταξύ δύο αντιπάλων σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο, με προκαθορισμένους κανόνες και παρουσία μαρτύρων· συνηθιζόταν στο παρελθόν για ζητήματα τιμής και, συχνά, κατέληγε στο θάνατο ενός από τους αντιπάλους
  3. (γενικότερα) η αντιπαράθεση, η αναμέτρηση μεταξύ δύο αντιπάλων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μονομαχί αἱ μονομαχίαι
      γενική τῆς μονομαχίᾱς τῶν μονομαχιῶν
      δοτική τῇ μονομαχί ταῖς μονομαχίαις
    αιτιατική τὴν μονομαχίᾱν τὰς μονομαχίᾱς
     κλητική ! μονομαχί μονομαχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονομαχί
γεν-δοτ τοῖν  μονομαχίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομαχία < μονομαχέω < μονομάχος < μόνος + μάχομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονομαχία και μουνομαχίη, θηλυκό

  • η μάχη ενός απέναντι σε έναν