duel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαduel (en)
Ρήμα
επεξεργασίαduel (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duel | duels |
duel (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duel | duels |
θηλυκό | duelle | duelles |
duel (fr)
- δυαδικός
- relation duelle - δυαδική σχέση
Εκφράσεις
επεξεργασία- se battre en duel: μονομαχώ
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαduel (cs) αρσενικό