↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοπράγμων
μεγαλοπράγμονας
η μεγαλοπράγμων το μεγαλοπράγμον
      γενική του μεγαλοπράγμονος
μεγαλοπράγμονα
της μεγαλοπράγμονος του μεγαλοπράγμονος
    αιτιατική τον μεγαλοπράγμονα τη μεγαλοπράγμονα το μεγαλοπράγμον
     κλητική μεγαλοπράγμων
μεγαλοπράγμονα
μεγαλοπράγμων μεγαλοπράγμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοπράγμονες οι μεγαλοπράγμονες τα μεγαλοπράγμονα
      γενική των μεγαλοπραγμόνων των μεγαλοπραγμόνων των μεγαλοπραγμόνων
    αιτιατική τους μεγαλοπράγμονες τις μεγαλοπράγμονες τα μεγαλοπράγμονα
     κλητική μεγαλοπράγμονες μεγαλοπράγμονες μεγαλοπράγμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλοπράγμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεγαλοπράγμων < μεγαλο- + -πράγμων

  Επίθετο

επεξεργασία

μεγαλοπράγμων, -ων, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μεγαλοπραγμον-
ονομαστική / μεγαλοπράγμων τὸ μεγαλόπραγμον
      γενική τοῦ/τῆς μεγαλοπράγμονος τοῦ μεγαλοπράγμονος
      δοτική τῷ/τῇ μεγαλοπράγμον τῷ μεγαλοπράγμον
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγαλοπράγμον τὸ μεγαλόπραγμον
     κλητική ! μεγαλόπραγμον μεγαλόπραγμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεγαλοπράγμονες τὰ μεγαλοπράγμον
      γενική τῶν μεγαλοπραγμόνων τῶν μεγαλοπραγμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μεγαλοπράγμοσῐ(ν) τοῖς μεγαλοπράγμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεγαλοπράγμονᾰς τὰ μεγαλοπράγμον
     κλητική ! μεγαλοπράγμονες μεγαλοπράγμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεγαλοπράγμονε τὼ μεγαλοπράγμονε
      γεν-δοτ τοῖν μεγαλοπραγμόνοιν τοῖν μεγαλοπραγμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλοπράγμων < μεγαλο- + -πράγμων

  Επίθετο

επεξεργασία

μεγαλοπράγμων, -ων, -'_-ον

Συγγενικά

επεξεργασία