Δείτε επίσης: μαχαίρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάχαιρα οι μάχαιρες
      γενική της μάχαιρας των μαχαιρών
    αιτιατική τη μάχαιρα τις μάχαιρες
     κλητική μάχαιρα μάχαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάχαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχαιρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.çe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐χαι‐ρα
τονικό παρώνυμο: μαχαίρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάχαιρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάχαιρ αἱ μάχαιραι
      γενική τῆς μαχαίρᾱς τῶν μαχαιρῶν
      δοτική τῇ μαχαίρ ταῖς μαχαίραις
    αιτιατική τὴν μάχαιρᾰν τὰς μαχαίρᾱς
     κλητική ! μάχαιρ μάχαιραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαίρ
γεν-δοτ τοῖν  μαχαίραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία