μάχαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάχαιρα | οι | μάχαιρες |
γενική | της | μάχαιρας | των | μαχαιρών |
αιτιατική | τη | μάχαιρα | τις | μάχαιρες |
κλητική | μάχαιρα | μάχαιρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάχαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχαιρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.çe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐χαι‐ρα
- τονικό παρώνυμο: μαχαίρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάχαιρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μάχαιρα
|
Πηγές επεξεργασία
- μάχαιρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μάχαιρᾰ | αἱ | μάχαιραι |
γενική | τῆς | μαχαίρᾱς | τῶν | μαχαιρῶν |
δοτική | τῇ | μαχαίρᾳ | ταῖς | μαχαίραις |
αιτιατική | τὴν | μάχαιρᾰν | τὰς | μαχαίρᾱς |
κλητική ὦ! | μάχαιρᾰ | μάχαιραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαχαίρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαχαίραιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές επεξεργασία
- μάχαιρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάχαιρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.