↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μαχαιροποιός οι μαχαιροποιοί
      γενική του/της μαχαιροποιού των μαχαιροποιών
    αιτιατική τον/τη μαχαιροποιό τους/τις μαχαιροποιούς
     κλητική μαχαιροποιέ μαχαιροποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαχαιροποιός < αρχαία ελληνική μαχαιροποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαχαιροποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαχαιροποιός οἱ μαχαιροποιοί
      γενική τοῦ μαχαιροποιοῦ τῶν μαχαιροποιῶν
      δοτική τῷ μαχαιροποι τοῖς μαχαιροποιοῖς
    αιτιατική τὸν μαχαιροποιόν τοὺς μαχαιροποιούς
     κλητική ! μαχαιροποιέ μαχαιροποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαιροποιώ
γεν-δοτ τοῖν  μαχαιροποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαχαιροποιός < μάχαιρ(α) + -ο- + -ποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαχαιροποιός, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία