μαχαιροποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχαιροποιός < αρχαία ελληνική μαχαιροποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαχαιροποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει μαχαίρια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μαχαιροποιείο
- μαχαιροποιία
- → δείτε τις λέξεις μαχαίρι και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μαχαιροποιός | οἱ | μαχαιροποιοί |
γενική | τοῦ | μαχαιροποιοῦ | τῶν | μαχαιροποιῶν |
δοτική | τῷ | μαχαιροποιῷ | τοῖς | μαχαιροποιοῖς |
αιτιατική | τὸν | μαχαιροποιόν | τοὺς | μαχαιροποιούς |
κλητική ὦ! | μαχαιροποιέ | μαχαιροποιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαχαιροποιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαχαιροποιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαχαιροποιός, -οῦ αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μαχαιροποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαχαιροποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.