ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μᾰχαιρῐδιο-
ονομαστική τὸ μαχαιρίδιον τὰ μαχαιρίδι
      γενική τοῦ μαχαιριδίου τῶν μαχαιριδίων
      δοτική τῷ μαχαιριδί τοῖς μαχαιριδίοις
    αιτιατική τὸ μαχαιρίδιον τὰ μαχαιρίδι
     κλητική ! μαχαιρίδιον μαχαιρίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαιριδίω
γεν-δοτ τοῖν  μαχαιριδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαχαιρίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάχαιρ(α) ή μαχαιρίς  + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαχαιρίδιον ουδέτερο