πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλοειδής η κυκλοειδής το κυκλοειδές
      γενική του κυκλοειδούς* της κυκλοειδούς του κυκλοειδούς
    αιτιατική τον κυκλοειδή την κυκλοειδή το κυκλοειδές
     κλητική κυκλοειδή(ς) κυκλοειδής κυκλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλοειδείς οι κυκλοειδείς τα κυκλοειδή
      γενική των κυκλοειδών των κυκλοειδών των κυκλοειδών
    αιτιατική τους κυκλοειδείς τις κυκλοειδείς τα κυκλοειδή
     κλητική κυκλοειδείς κυκλοειδείς κυκλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κυκλοειδής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κυκλοειδής τὸ κυκλοειδές
      γενική τοῦ/τῆς κυκλοειδοῦς τοῦ κυκλοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ κυκλοειδεῖ τῷ κυκλοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν κυκλοειδ τὸ κυκλοειδές
     κλητική ! κυκλοειδές κυκλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κυκλοειδεῖς τὰ κυκλοειδ
      γενική τῶν κυκλοειδῶν τῶν κυκλοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς κυκλοειδέσ(ν) τοῖς κυκλοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κυκλοειδεῖς τὰ κυκλοειδ
     κλητική ! κυκλοειδεῖς κυκλοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυκλοειδεῖ τὼ κυκλοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν κυκλοειδοῖν τοῖν κυκλοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κυκλοειδής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις κύκλος και εἶδος