καπόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπόνι | τα | καπόνια |
γενική | του | καπονιού | των | καπονιών |
αιτιατική | το | καπόνι | τα | καπόνια |
κλητική | καπόνι | καπόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπόνι <
- για τον κόκορα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπόνιν, υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή κάπων, καπον- + -ι < γλώσσα για τη λατινική capo [1] ή
- για τα ψάρια και τον κόκορα < άμεσο δάνειο από τη βενετική capon ή από την ιταλική cappone[2] < λατινική capo [3]
- για τον ναυτικό όρο < άμεσο δάνειο από τη βενετική capon < λατινική capo
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπόνι ουδέτερο
- (ψάρι) επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι (Chelidonichthys obscurus: Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός)
- (ζωολογία) ευνουχισμένος κόκορας (με ιδιαίτερη εκτροφή)
- (ναυτικός όρος) πρωραίο ξύλινο δοκάρι των ιστιοφόρων για την ανέλκυση της άγκυρας
- (ναυτικός όρος) μεταλλικός καμπυλόσχημος στρεπτός στύλος που έφεραν παλαιότερα, κατά ζεύγη, τα πλοία, για την ανέλκυση - καθέλκυση λέμβων ή άλλων μικρών φορτίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καπόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευνουχισμένος κόκορας
δοκός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ καπόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας