• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

capon

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Αντώνυμα

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
capon < (άμεσο δάνειο) ιταλική capppone (αργκό)

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό capon capons
θηλυκό caponne caponnes

capon (fr)

  • (αργκό) (παρωχημένο) (οικείο) δειλός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό capon capons
θηλυκό caponne caponnes

capon (fr)

  • (αργκό) (παρωχημένο) (οικείο) δειλός

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • peureux
  • poltron

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • brave
  • courageux
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=capon&oldid=4029243"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Απριλίου 2019, στις 10:47

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • Català
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Italiano
    • Malagasy
    • မြန်မာဘာသာ
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • တႆး
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Vèneto
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Απριλίου 2019, στις 10:47.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας