poltron
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poltron | poltrons |
θηλυκό | poltronne | poltronnes |
Επίθετο επεξεργασία
poltron (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη peureux
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- oiseau poltron
- πτηνό που του έχουν κόψει τα πίσω νύχια
- πτηνό που δεν μπορούν να τιθασέψουν