δυσεξάλειπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσεξάλειπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσεξάλειπτος, δυσ- + εξαλείφω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσεξάλειπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που εξαλείφεται δύσκολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσεξάλειπτος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσεξάλειπτος (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδυσεξάλειπτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που εξαλείφεται δύσκολα
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 39.3.1, @scaife.perseus
- ὅτι διὰ τὴν προϋπάρχουσαν τοῦ πλήθους πρὸς Φιλοποίμενα εὔνοιαν οὐ καθεῖλον τὰς εἰκόνας αὐτοῦ ἐν πόλεσί τισιν οὔσας· οὕτως μοι δοκεῖ πᾶν τὸ γινόμενον ἀληθινῶς ἐνεργάζεσθαί τινα δυσεξάλειπτον εὔνοιαν τοῖς εὖ παθοῦσι.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 6.2 @scaife.perseus
- καὶ ἑτέρους δʼ ἐπιφθέγγονται λόγους, οἵους ἂν ἁπλῇ διανοίᾳ προσδέξαιτο φύσις ἀρχαίᾳ μὲν καὶ δυσεξαλείπτῳ συνηθείᾳ συντεθραμμένη, λόγον δʼ οὐκ ἔχουσα τὸν ἐναντιωσόμενον τοῖς οὐκ ἀναγκαίως προσταττομένοις.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 39.3.1, @scaife.perseus
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυσεξάλειπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.