εὐεξάλειπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐεξάλειπτος, -ος, -ον, συγκριτικός :εὐεξαλειπτότερος
- που εξαλείφεται εύκολα
- → δείτε παράθεμα στο εὐεξαλειπτότερος
- ≠ αντώνυμα: δυσεξάλειπτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὐεξάλειπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐεξάλειπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.