ευεξάλειπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευεξάλειπτος < αρχαία ελληνική εὐεξάλειπτος
Επίθετο επεξεργασία
ευεξάλειπτος
- που εξαλείφεται εύκολα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευεξάλειπτος
|
Δείτε επίσης : εὐεξάλειπτος |
ευεξάλειπτος
|