γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὐεξαλειπτότερος εὐεξαλειπτοτέρ τὸ εὐεξαλειπτότερον
      γενική τοῦ εὐεξαλειπτοτέρου τῆς εὐεξαλειπτοτέρᾱς τοῦ εὐεξαλειπτοτέρου
      δοτική τῷ εὐεξαλειπτοτέρ τῇ εὐεξαλειπτοτέρ τῷ εὐεξαλειπτοτέρ
    αιτιατική τὸν εὐεξαλειπτότερον τὴν εὐεξαλειπτοτέρᾱν τὸ εὐεξαλειπτότερον
     κλητική ! εὐεξαλειπτότερε εὐεξαλειπτοτέρ εὐεξαλειπτότερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εὐεξαλειπτότεροι αἱ εὐεξαλειπτότεραι τὰ εὐεξαλειπτότερ
      γενική τῶν εὐεξαλειπτοτέρων τῶν εὐεξαλειπτοτέρων τῶν εὐεξαλειπτοτέρων
      δοτική τοῖς εὐεξαλειπτοτέροις ταῖς εὐεξαλειπτοτέραις τοῖς εὐεξαλειπτοτέροις
    αιτιατική τοὺς εὐεξαλειπτοτέρους τὰς εὐεξαλειπτοτέρᾱς τὰ εὐεξαλειπτότερ
     κλητική ! εὐεξαλειπτότεροι εὐεξαλειπτότεραι εὐεξαλειπτότερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐεξαλειπτοτέρω τὼ εὐεξαλειπτοτέρ τὼ εὐεξαλειπτοτέρω
      γεν-δοτ τοῖν εὐεξαλειπτοτέροιν τοῖν εὐεξαλειπτοτέραιν τοῖν εὐεξαλειπτοτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐεξαλειπτότερος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐεξαλειπτότερος, -α, -ον

  • συγκριτικός βαθμός του εὐεξάλειπτος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 3.53
    ὑμῶν μέντοι, ἔφη, ὦ ἄνδρες καλοὶ κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ μὴ βοηθήσετε ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν ἑκάστου.
    Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας — κι ας ξέρετε ότι τ᾽ όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία