διαπρύσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπρύσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρύσιος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαδιαπρύσιος, -α, -ο
- (λόγιο, για ήχο) διαπεραστικός
- (μεταφορικά) ένθερμος, που υποστηρίζει ή διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό
- ※ Σύμβολο αναφοράς των Ελλήνων της ευρωπαϊκής διασποράς και διαπρύσιος υποστηρικτής της διάσωσης της κλασικής ελληνικής κληρονομιάς από την τουρκική επέκταση, προώθησε τις ελληνικές σπουδές και τους Έλληνες λογίους στις έδρες των σχολών (Κώστας Σκανδαλίδης, Οι Έλληνες: Τετράδια Πατριδογνωσίας, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012, @books.google)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπρύσιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαπρύσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπρύσιος < δια-πρύτιος < ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαδιαπρύσιος, -α, -ον
- που διαπερνά
- (για ήχο) διαπεραστικός
- ※ ὃ δὲ σταθμοῖσι λελειμμένος οἶος ἀπ᾽ ἄλλων πωλεῖτ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρύσιον κιθαρίζων.
- ... κιθαρίζοντας παθιασμένα → λείπει η μετάφραση
- Ομηρικοί ύμνοι, Εἲς Ἀφροδίτην. The Homeric Hymns and Homerica with an English Translation by Hugh G. Evelyn-White. Homeric Hymns. Cambridge, MA.,Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1914, στ. 80 @perseus.tufts.edu)
- ※ ὃ δὲ σταθμοῖσι λελειμμένος οἶος ἀπ᾽ ἄλλων πωλεῖτ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρύσιον κιθαρίζων.
- που εξέχει
Πηγές
επεξεργασία- διαπρύσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαπρύσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.