↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπρύσιος η διαπρύσια το διαπρύσιο
      γενική του διαπρύσιου της διαπρύσιας του διαπρύσιου
    αιτιατική τον διαπρύσιο τη διαπρύσια το διαπρύσιο
     κλητική διαπρύσιε διαπρύσια διαπρύσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπρύσιοι οι διαπρύσιες τα διαπρύσια
      γενική των διαπρύσιων των διαπρύσιων των διαπρύσιων
    αιτιατική τους διαπρύσιους τις διαπρύσιες τα διαπρύσια
     κλητική διαπρύσιοι διαπρύσιες διαπρύσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπρύσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρύσιος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

διαπρύσιος, -α, -ο

  1. (λόγιο, για ήχο) διαπεραστικός
  2. (μεταφορικά) ένθερμος, που υποστηρίζει ή διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό
    ※  Σύμβολο αναφοράς των Ελλήνων της ευρωπαϊκής διασποράς και διαπρύσιος υποστηρικτής της διάσωσης της κλασικής ελληνικής κληρονομιάς από την τουρκική επέκταση, προώθησε τις ελληνικές σπουδές και τους Έλληνες λογίους στις έδρες των σχολών (Κώστας Σκανδαλίδης, Οι Έλληνες: Τετράδια Πατριδογνωσίας, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012, @books.google)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαπρύσιος διαπρυσί τὸ διαπρύσιον
      γενική τοῦ διαπρυσίου τῆς διαπρυσίᾱς τοῦ διαπρυσίου
      δοτική τῷ διαπρυσί τῇ διαπρυσί τῷ διαπρυσί
    αιτιατική τὸν διαπρύσιον τὴν διαπρυσίᾱν τὸ διαπρύσιον
     κλητική ! διαπρύσιε διαπρυσί διαπρύσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαπρύσιοι αἱ διαπρύσιαι τὰ διαπρύσι
      γενική τῶν διαπρυσίων τῶν διαπρυσίων τῶν διαπρυσίων
      δοτική τοῖς διαπρυσίοις ταῖς διαπρυσίαις τοῖς διαπρυσίοις
    αιτιατική τοὺς διαπρυσίους τὰς διαπρυσίᾱς τὰ διαπρύσι
     κλητική ! διαπρύσιοι διαπρύσιαι διαπρύσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαπρυσίω τὼ διαπρυσί τὼ διαπρυσίω
      γεν-δοτ τοῖν διαπρυσίοιν τοῖν διαπρυσίαιν τοῖν διαπρυσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπρύσιος < δια-πρύτιος < ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

διαπρύσιος, -α, -ον

  1. που διαπερνά
  2. (για ήχο) διαπεραστικός
    ※  ὃ δὲ σταθμοῖσι λελειμμένος οἶος ἀπ᾽ ἄλλων πωλεῖτ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρύσιον κιθαρίζων.
    ... κιθαρίζοντας παθιασμένα λείπει η μετάφραση
    Ομηρικοί ύμνοι, Εἲς Ἀφροδίτην. The Homeric Hymns and Homerica with an English Translation by Hugh G. Evelyn-White. Homeric Hymns. Cambridge, MA.,Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd. 1914, στ. 80 @perseus.tufts.edu)
  3. που εξέχει