βραζιλιάνικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βραζιλιάνικος < Βραζιλιάν(ος) + -ικος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βραζιλιάνικος, -η, -ο
- που έχει σχεση με τη Βραζιλία ή τους Βραζιλιάνους, ανήκει σ' αυτά ή αναφέρεται σ' αυτά
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βραζιλία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βραζιλιάνικος