Βραζιλιάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βραζιλιάνος < Βραζιλ(ία) + -ιάνος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾa.ziˈʎa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρα‐ζι‐λιά‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒραζιλιάνος αρσενικό (θηλυκό Βραζιλιάνα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Βραζιλία ή έχει βραζιλιάνικη υπηκοότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βραζιλιάνος
<* ιαπωνικά : ブラジル人 (ja) (Burajirujin)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βλ. βραζιλιάνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας