Δείτε επίσης: -ιανός, Ιανός, -άνος, -ανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ιάνος οι -ιάνοι
      γενική του -ιάνου των -ιάνων
    αιτιατική τον -ιάνο τους -ιάνους
     κλητική -ιάνε -ιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -iano + [1] < λατινική -ianum, ουδέτερο του -ianus < -anus < -nus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-nós

  Επίθημα επεξεργασία

-ιάνος αρσενικό (θηλυκό -ιάνα)

  1. επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν καταγωγή από χώρα, πόλη κ.λπ.
    ΠρέβεζαΠρεβεζιάνος
  2. επίθημα μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα σχετική με το αʹ συνθετικό
    πρωτεύουσαπρωτευουσιάνος

Δείτε επίσης επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία