Πρεβεζιάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠρεβεζιάνος αρσενικό (θηλυκό: Πρεβεζιάνα)
- ο κάτοικος της Πρέβεζας ή ο καταγόμενος απ’ αυτή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πρεβεζιάνος
|
Πρεβεζιάνος αρσενικό (θηλυκό: Πρεβεζιάνα)
|