Ετυμολογία

επεξεργασία
Πρέβεζα < (άμεσο δάνειο) αλβανική prevëzë[1] (πέρασμα) ή σλαβικής προέλευσης превезе (πέρασμα) (< πρωτοσλαβική *prěvoz: πέρασμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾe.ve.za/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρέ‐βε‐ζα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πρέβεζα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)