↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεβεζάνικος η πρεβεζάνικη το πρεβεζάνικο
      γενική του πρεβεζάνικου της πρεβεζάνικης του πρεβεζάνικου
    αιτιατική τον πρεβεζάνικο την πρεβεζάνικη το πρεβεζάνικο
     κλητική πρεβεζάνικε πρεβεζάνικη πρεβεζάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεβεζάνικοι οι πρεβεζάνικες τα πρεβεζάνικα
      γενική των πρεβεζάνικων των πρεβεζάνικων των πρεβεζάνικων
    αιτιατική τους πρεβεζάνικους τις πρεβεζάνικες τα πρεβεζάνικα
     κλητική πρεβεζάνικοι πρεβεζάνικες πρεβεζάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρεβεζάνικος < Πρεβεζάνος + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρεβεζάνικος[1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)