πρεβεζάνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεβεζάνικος < Πρεβεζάνος + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαπρεβεζάνικος[1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πρέβεζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρεβεζάνικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)