πρωτευουσιάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτευουσιάνος < πρωτεύουσ(α) + -ιάνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.te.vuˈsça.nos/ & /pɾo.te.vuˈsi̯a.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τευ‐ου‐σιά‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτευουσιάνος αρσενικό (θηλυκό πρωτευουσιάνα)
- κάτοικος της πρωτεύουσας ή καταγόμενος απ’ αυτή
- (ειρωνικό, μειωτικό) ξιπασμένος, ψηλομύτης, χαρακτηριστικά ανθρώπου από την πρωτεύουσα που περιφρονεί και υποτιμά τους επαρχιώτες
Συνώνυμα
επεξεργασία- (αστός)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πρωτεύουσα, πρωτεύω και πρώτος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτευουσιάνος
|