πρωτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτεύω < αρχαία ελληνική πρωτεύω < πρῶτος + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίαπρωτεύω αμετ. χωρίς αντικείμενο, μετ. με γεν. «πρωτεύω ρητόρων».
- κατατάσσομαι (αξιολογικά) στην πρώτη θέση, έρχομαι πρώτος
- Πρωτεύει στη βαθμολογία / στα διαγώνισματα / στις εξετάσεις / στα μαθήματα.
- ≈ συνώνυμα: αριστεύω, διαπρέπω, διακρίνομαι
- ≠ αντώνυμα: πατώνω, αποτυχαίνω
- (γ’ ενικό) πρωτεύει: προέχει, είναι ιδιαίτερα σημαντικό
- Πρωτεύει το καθήκον προς την πατρίδα.
- (απρόσωπο) πρωτεύει: είναι ιδιαίτερα σημαντικό
Συγγενικά
επεξεργασία- πρωτεύοντα
- πρωτεύουσα
- πρωτευουσιάνα
- πρωτευουσιάνικα
- πρωτευουσιάνικος
- πρωτευουσιάνος
- πρωτεύων
- πρωτεία
- πρωτείον
- συμπρωτεύουσα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτεύω | πρώτευα | θα πρωτεύω | να πρωτεύω | πρωτεύοντας | |
β' ενικ. | πρωτεύεις | πρώτευες | θα πρωτεύεις | να πρωτεύεις | πρώτευε | |
γ' ενικ. | πρωτεύει | πρώτευε | θα πρωτεύει | να πρωτεύει | ||
α' πληθ. | πρωτεύουμε | πρωτεύαμε | θα πρωτεύουμε | να πρωτεύουμε | ||
β' πληθ. | πρωτεύετε | πρωτεύατε | θα πρωτεύετε | να πρωτεύετε | πρωτεύετε | |
γ' πληθ. | πρωτεύουν(ε) | πρώτευαν πρωτεύαν(ε) |
θα πρωτεύουν(ε) | να πρωτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρώτευσα | θα πρωτεύσω | να πρωτεύσω | πρωτεύσει | ||
β' ενικ. | πρώτευσες | θα πρωτεύσεις | να πρωτεύσεις | πρώτευσε | ||
γ' ενικ. | πρώτευσε | θα πρωτεύσει | να πρωτεύσει | |||
α' πληθ. | πρωτεύσαμε | θα πρωτεύσουμε | να πρωτεύσουμε | |||
β' πληθ. | πρωτεύσατε | θα πρωτεύσετε | να πρωτεύσετε | πρωτεύστε | ||
γ' πληθ. | πρώτευσαν πρωτεύσαν(ε) |
θα πρωτεύσουν(ε) | να πρωτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωτεύσει | είχα πρωτεύσει | θα έχω πρωτεύσει | να έχω πρωτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωτεύσει | είχες πρωτεύσει | θα έχεις πρωτεύσει | να έχεις πρωτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτεύσει | είχε πρωτεύσει | θα έχει πρωτεύσει | να έχει πρωτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτεύσει | είχαμε πρωτεύσει | θα έχουμε πρωτεύσει | να έχουμε πρωτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτεύσει | είχατε πρωτεύσει | θα έχετε πρωτεύσει | να έχετε πρωτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτεύσει | είχαν πρωτεύσει | θα έχουν πρωτεύσει | να έχουν πρωτεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτεύω