προέχει
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προέχει < αρχαία ελληνική προέχω
Ρήμα Επεξεργασία
προέχει, παρατ. προείχε, μόνο στο γ' πρόσωπο, χωρίς άλλους χρόνους
- (απρόσωπο ρήμα) έχει μεγαλύτερη σημασία, έχει προτεραιότητα, είναι το πιο σημαντικό
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
προέχει
|