πρωτείο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτείο | τα | πρωτεία |
γενική | του | πρωτείου | των | πρωτείων |
αιτιατική | το | πρωτείο | τα | πρωτεία |
κλητική | πρωτείο | πρωτεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτείο < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρωτείο ουδέτερο
- η πρώτη θέση, η απόλυτη υπεροχή που έχει κάποιος ή κτ. σε κπ. τομέα δραστηριότητας