Δείτε επίσης: βούβαλος, βουβάλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουβάλι τα βουβάλια
      γενική του βουβαλιού των βουβαλιών
    αιτιατική το βουβάλι τα βουβάλια
     κλητική βουβάλι βουβάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
οικογένεια βουβαλιών δροσίζεται
 
Κοντινή φωτογραφία βουβαλιού

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουβάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουβάλιον < ελληνιστική κοινή βούβαλος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuˈva.li/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουβάλι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) (Bubalus bubalis) είδος άγριου και μεγαλόσωμου βοοειδούς με κοντό και αραιό τρίχωμα και μακριά κέρατα, το οποίο ζει κυρίως στην Ασία και την Αφρική
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ο παχύς, άχαρος και δυσκίνητος άνθρωπος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία