βουβάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουβάλα | οι | βουβάλες |
γενική | της | βουβάλας | των | βουβαλών |
αιτιατική | τη | βουβάλα | τις | βουβάλες |
κλητική | βουβάλα | βουβάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βουβάλι
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβουβάλα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό βουβάλι
- (μεταφορικά, μειωτικό) γυναίκα παχύσαρκη και δυσκίνητη
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουβάλα
→ δείτε τη λέξη βουβάλι |