βάρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάρδος | οι | βάρδοι |
γενική | του | βάρδου | των | βάρδων |
αιτιατική | τον | βάρδο | τους | βάρδους |
κλητική | βάρδε | βάρδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάρδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βάρδος [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βάρ‐δος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάρδος αρσενικό
- (επάγγελμα) ποιητής και τραγουδιστής στους αρχαίους Κέλτες που εξυμνούσε ηγεμόνες και ήρωες, κρατώντας έτσι ζωντανή την προφορική ιστορική παράδοση αυτών των λαών
- (στη νεότερη εποχή) ποιητής ή συνθέτης τραγουδιών ιδιαίτερα αγαπητός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποιητής και τραγουδιστής στους αρχαίους Κέλτες
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βάρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ βάρδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βάρδος | οἱ | βάρδοι | ||||
γενική | τοῦ | βάρδου | τῶν | βάρδων | ||||
δοτική | τῷ | βάρδῳ | τοῖς | βάρδοις | ||||
αιτιατική | τὸν | βάρδον | τοὺς | βάρδους | ||||
κλητική ὦ! | βάρδε | βάρδοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάρδω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βάρδοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάρδος < απώτατη αρχή: (άμεσο δάνειο) κελτικής προέλευσης [1] < πρωτοκελτική *bardos[2] Συγγενή: ουαλική bardd, ιρλανδική γαελική bard
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάρδος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή στον πληθυντικό βάρδοι) κέλτες ποιητές και τραγουδιστές
- ※ ⌘Στράβων, Γεωγρ. 4.4.4
- Παρὰ πᾶσι δ' ὡς ἐπίπαν τρία φῦλα τῶν τιμωμένων διαφερόντως ἐστί, βάρδοι τε καὶ ὀυάτεις καὶ δρυΐδαι· βάρδοι μὲν ὑμνηταὶ καὶ ποιηταί, ὀυάτεις δὲ ἱεροποιοὶ καὶ φυσιολόγοι, δρυΐδαι δὲ πρὸς τῇ φυσιολογίᾳ καὶ τὴν ἠθικὴν φιλοσοφίαν ἀσκοῦσι·
- (στον ενικό) BGU Berlin Griechische Urkunden II, 2ος↓ αιώνας
- ※ ⌘Στράβων, Γεωγρ. 4.4.4
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Reconstruction:Proto-Celtic/bardos στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- βάρδοι, βάρδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.