Δείτε επίσης: πάνορμος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πάνορμος οἱ Πάνορμοι
      γενική τοῦ Πανόρμου τῶν Πανόρμων
      δοτική τῷ Πανόρμ τοῖς Πανόρμοις
    αιτιατική τὸν Πάνορμον τοὺς Πανόρμους
     κλητική ! Πάνορμε Πάνορμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πανόρμω
γεν-δοτ τοῖν  Πανόρμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πάνορμος αρσενικό (σπανιότερα και θηλυκό)

  1. πόλη της Σικελίας, το σημερινό Παλέρμο της Ιταλίας
  2. πόλη της Ελλάδας στις ανατολικές ακτές της Αττικής
  3. πόλη της Ιωνίας

Συγγενικά

επεξεργασία