Δείτε επίσης: πάνορμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η Πάνορμος οι Πάνορμοι
      γενική του/της Πανόρμου των Πανόρμων
    αιτιατική τον/την Πάνορμο τους/τις Πανόρμους
     κλητική Πάνορμε Πάνορμοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάνορμος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάνορμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.noɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πά‐νορ‐μος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάνορμος αρσενικό, ή θηλυκό

  1. (ιστορία) αρχαία ελληνική ονομασία του Παλέρμο → δείτε τη λέξη Πάνορμος (αρσενικό)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πάνορμος οἱ Πάνορμοι
      γενική τοῦ Πανόρμου τῶν Πανόρμων
      δοτική τῷ Πανόρμ τοῖς Πανόρμοις
    αιτιατική τὸν Πάνορμον τοὺς Πανόρμους
     κλητική ! Πάνορμε Πάνορμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πανόρμω
γεν-δοτ τοῖν  Πανόρμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάνορμος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου πάνορμος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάνορμος αρσενικό (σπανιότερα και θηλυκό)

  1. πόλη της Σικελίας, το σημερινό Παλέρμο της Ιταλίας
  2. πόλη της Ελλάδας στις ανατολικές ακτές της Αττικής
  3. πόλη της Ιωνίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία