πανορμίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανορμίτικος < Πανορμίτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.noɾˈmi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νορ‐μί‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπανορμίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με το όνομα Πάνορμος ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανορμίτικος
|