Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πανορμίτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από οικισμό με την ονομασία Πάνορμος (θηλυκό Πανορμίτισσα)
  2. προσωνυμία του αρχάγγελου Μιχαήλ σε μονή στη Σύμη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία