Δείτε επίσης: Πάνορμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάνορμος < αρχαία ελληνική πάνορμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.noɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐νορ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

πάνορμος, -η ή -ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ πάνορμος τὸ πάνορμον οἱ, αἱ πάνορμοι τὰ πάνορμα
Γενική τοῦ, τῆς πανόρμου τοῦ πανόρμου τῶν πανόρμων τῶν πανόρμων
Δοτική τῷ, τῇ πανόρμῳ τῷ πανόρμῳ τοῖς, ταῖς πανόρμοις τοῖς πανόρμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν πάνορμον τὸ πάνορμον τοὺς, τὰς πανόρμους τὰ πάνορμα
Κλητική πάνορμε πάνορμον πάνορμοι πάνορμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική πανόρμω
Γενική-Δοτική πανόρμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάνορμος < παν- + ὅρμος

  Επίθετο επεξεργασία

πάνορμος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία