πάνορμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάνορμος < αρχαία ελληνική πάνορμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.noɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐νορ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαπάνορμος, -η ή -ος, -ο
- (για λιμάνι ή όρμο) ασφαλής για προσορμισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- Πάνορμος (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάνορμος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ πάνορμος | τὸ πάνορμον | οἱ, αἱ πάνορμοι | τὰ πάνορμα |
Γενική | τοῦ, τῆς πανόρμου | τοῦ πανόρμου | τῶν πανόρμων | τῶν πανόρμων |
Δοτική | τῷ, τῇ πανόρμῳ | τῷ πανόρμῳ | τοῖς, ταῖς πανόρμοις | τοῖς πανόρμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν πάνορμον | τὸ πάνορμον | τοὺς, τὰς πανόρμους | τὰ πάνορμα |
Κλητική | πάνορμε | πάνορμον | πάνορμοι | πάνορμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πανόρμω | |||
Γενική-Δοτική | πανόρμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπάνορμος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πάνορμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάνορμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.