Ολλανδία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ολλανδία | οι | Ολλανδίες |
γενική | της | Ολλανδίας | των | Ολλανδιών |
αιτιατική | την | Ολλανδία | τις | Ολλανδίες |
κλητική | Ολλανδία | Ολλανδίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔ.lan.'ði.a/
- συλλαβισμός : Ολ‐λαν‐δί‐α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ολλανδία θηλυκό
- περιοχή των Κάτω Χωρών, όνομα δυο επαρχιών των Κάτω Χωρών, η Βόρεια Ολλανδία και η Νότια Ολλανδία.
- κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης της βορειοδυτικής Ευρώπης με πρωτεύουσα το Άμστερνταμ (η έδρα της κυβέρνησης όμως βρίσκεται στη Χάγη), επίσημη γλώσσα τα ολλανδικά και νόμισμα το ευρώ (παλιότερα, το ολλανδικό φιορίνι)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Η περιοχή Ολλανδία
|
|
Η χώρα Ολλανδία
|