Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολλανδικ
ός
η
ολλανδικ
ή
το
ολλανδικ
ό
γενική
του
ολλανδικ
ού
της
ολλανδικ
ής
του
ολλανδικ
ού
αιτιατική
τον
ολλανδικ
ό
την
ολλανδικ
ή
το
ολλανδικ
ό
κλητική
ολλανδικ
έ
ολλανδικ
ή
ολλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολλανδικ
οί
οι
ολλανδικ
ές
τα
ολλανδικ
ά
γενική
των
ολλανδικ
ών
των
ολλανδικ
ών
των
ολλανδικ
ών
αιτιατική
τους
ολλανδικ
ούς
τις
ολλανδικ
ές
τα
ολλανδικ
ά
κλητική
ολλανδικ
οί
ολλανδικ
ές
ολλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολλανδικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ολλανδικός -ή -ό
σχετικός με την
Ολλανδία
ή τους
Ολλανδούς
η
ολλανδική
οικονομία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ολλανδέζικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολλανδικός
αγγλικά
:
Dutch
(en)
γαλλικά
:
hollandais
(fr)
,
néerlandais
(fr)
γερμανικά
:
niederländisch
(de)
,
holländisch
(de)
δανικά
:
nederlandsk
(da)
ισπανικά
:
holandés
(es)
,
neerlandés
(es)
ιταλικά
:
olandese
(it)
,
nederlandese
(it)
νορβηγικά
:
nederlandsk
(no)
ολλανδικά
:
Nederlands
(nl)
ουγγρικά
:
holland
(hu)
πολωνικά
:
niderlandzki
(pl)
,
holenderski
(pl)
πορτογαλικά
:
holandês
(pt)
,
neerlandês
(pt)
ρουμανικά
:
olandez
(ro)
,
neerlandez
(ro)
σλοβακικά
:
holandský
(sk)
σλοβενικά
:
nizozemski
(sl)
σουηδικά
:
nederländsk
(sv)
τσεχικά
:
nizozemský
(cs)
,
holandský
(cs)
φινλανδικά
:
hollantilainen
(fi)