→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
̔ῠδᾰρεσ-
ονομαστική / ὑδαρής τὸ ὑδαρές
      γενική τοῦ/τῆς ὑδαροῦς
ὑδαρέος
τοῦ ὑδαροῦς
ὑδαρέος
      δοτική τῷ/τῇ ὑδαρεῖ τῷ ὑδαρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑδαρ τὸ ὑδαρές
     κλητική ! ὑδαρές ὑδαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑδαρεῖς τὰ ὑδαρ
      γενική τῶν ὑδαρῶν τῶν ὑδαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑδαρέσ(ν) τοῖς ὑδαρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑδαρεῖς τὰ ὑδαρ
     κλητική ! ὑδαρεῖς ὑδαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑδαρεῖ τὼ ὑδαρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ὑδαροῖν τοῖν ὑδαροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑδαρής < ὕδωρ + -ής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑδαρής, -ής, -ές, συγκριτικός:ὑδαρέστερος, υπερθετικός: ὑδαρέστατος

  1. υδατώδης, νερουλός, ρευστός
  2. (για κρασί) αναμεμειγμένος με πάρα πολύ νερό, νερωμένος
  3. (κατεξοχήν για δαμάσκηνα) άνοστος, άγευστος
  4. (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
  5. (μεταφορικά) εξασθενημένος, αδύναμος, ασθενικός, νωθρός
  6. (μεταφορικά) προσποιητός

Παράγωγα

επεξεργασία