ὑδαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
̔ῠδᾰρεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑδαρής | τὸ | ὑδαρές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑδαροῦς ὑδαρέος |
τοῦ | ὑδαροῦς ὑδαρέος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑδαρεῖ | τῷ | ὑδαρεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑδαρῆ | τὸ | ὑδαρές | ||
κλητική ὦ! | ὑδαρές | ὑδαρές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑδαρεῖς | τὰ | ὑδαρῆ | ||
γενική | τῶν | ὑδαρῶν | τῶν | ὑδαρῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑδαρέσῐ(ν) | τοῖς | ὑδαρέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑδαρεῖς | τὰ | ὑδαρῆ | ||
κλητική ὦ! | ὑδαρεῖς | ὑδαρῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδαρεῖ | τὼ | ὑδαρεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑδαροῖν | τοῖν | ὑδαροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑδαρής < ὕδωρ + -ής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαὑδαρής, -ής, -ές, συγκριτικός :ὑδαρέστερος, υπερθετικός : ὑδαρέστατος
- υδατώδης, νερουλός, ρευστός
- (για κρασί) αναμεμειγμένος με πάρα πολύ νερό, νερωμένος
- (κατεξοχήν για δαμάσκηνα) άνοστος, άγευστος
- (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
- (μεταφορικά) εξασθενημένος, αδύναμος, ασθενικός, νωθρός
- (μεταφορικά) προσποιητός
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑδαρής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑδαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.